- πιθαμή
- η, ΝΜη σπιθαμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπιθαμή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιθαμή — η το μεγαλύτερο μήκος της ανοιχτής παλάμης: Μια πιθαμή άνθρωπος, πολύ κοντός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπιθαμή — σπιθαμή, η και πιθαμή, η 1. πρόχειρο μέτρο ίσο με την απόσταση από το άκρο του αντίχειρα ως το άκρο του μικρού δάχτυλου: Πρέπει να κοντύνεις το φόρεμα μια πιθαμή. 2. «σπιθαμή προς σπιθαμή», παντού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιχάς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κήρυκας του Ηρακλή, είναι γνωστός από το έργο του Σοφοκλή Τραχινίαι. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ηρακλής, μετά την επιτυχία της εκστρατείας της Οιχαλίας, είχε φέρει σπίτι του αιχμάλωτη την πριγκίπισσα της Οιχαλίας,… … Dictionary of Greek
σπιθαμή — η / σπιθαμή, ΝΜΑ, και πιθαμή, Ν 1. το διάστημα ανάμεσα στον αντίχειρα και στο μικρό δάχτυλο τεντωμένου χεριού (α. «μια σπιθαμή απόσταση» β. «... τὰ πρόβατα τὰς οὐρας ἔχει τὸ πλάτος πήχεως, τὰ δὲ ὦτα αἱ αἶγες σπιθαμῆς», Αριστοτ.) 2. (για χρόνο)… … Dictionary of Greek
τρισπίθαμος — η, ο / τρισπίθαμος, ον, ΝΜΑ, και τριπίθαμος Ν αυτός που έχει μήκος τρεις πιθαμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ /τρι * + σπίθαμος (< σπιθαμή /πιθαμή), πρβλ. δι σπίθαμος] … Dictionary of Greek